- ετερόχειρ
- ο, η (Α ἑτερόχειρ)1. αυτός που έχει ένα μόνο χέρι, ο μονοχέρης, ο κουλόςνεοελλ.αυτός που χειρίζεται καλά μόνο το ένα χέριαρχ.ο αριστερόχειρας, ο ζερβοχέρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + χειρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ετεροχειρία — η [ετερόχειρ] ιατρ. 1. η ιδιότητα τού ετερόχειρος, το να έχει κανείς ένα μόνο χέρι ή το να χρησιμοποιεί καλά μόνο το ένα χέρι 2. ιατρ. διαταραχή τής αισθητικότητας, κατά την οποία ένας ερεθισμός σε ένα σημείο τού δέρματος, π.χ. στη δεξιά κνήμη,… … Dictionary of Greek